Ανταπάντηση στον κ. I. Βαρβιτσιώτη. Το Βήμα: Νέες Εποχές, 25 Μαΐου 2003
2 Μαΐου 2019Απάντηση σε άκριτους κριτές. Το Βήμα: Νέες Εποχές, 31 Ιουλίου 1998 (για Δ. Μαρωνίτη)
2 Μαΐου 2019
Ο κ. I. Βαρβιτσιώτης, με το εύλογο ενδιαφέρον που έχει για τα πανεπιστήμια λόγω και του ότι έχει διατελέσει Υπουργός Εθνικής Παιδείας, ασχολήθηκε στο «Βήμα τής Κυριακής» τής 27.04.2003 και τής 4.05.2003 με το μεγάλο θέμα των Κληροδοτημάτων, επικεντρώνοντας την κριτική του στο θέμα των Κληροδοτημάτων και τής εν γένει διαχείρισης τής περιουσίας ειδικά(;) τού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εκ μέρους τής Πρυτανείας τού Πανεπιστημίου Αθηνών ευχαριστούμε τον κ. Υπουργό, γιατί έστω και με ελλιπείς και κυρίως ανακριβείς πληροφορίες που τού δόθηκαν, μας δίνει σήμερα την ευκαιρία να καταστήσουμε γνωστό, δημόσια και εκτός Πανεπιστημίου, το καίριο και λεπτό θέμα τής διαχείρισης και αξιοποίησης τής περιουσίας τού Πανεπιστημίου. Βεβαίως, θα ήταν προτιμότερο ο κ. Βαρβιτσιώτης, αποφεύγοντας όλα τα άλλα, να έχει επικεντρώσει το δημοσίευμά του στην πρότασή του για απλούστευση και εξορθολογισμό τής διαχείρισης των Κληροδοτημάτων από θεσμικής πλευράς, πρόταση την οποία έχουν υποστηρίξει δημόσια και κατ’ επανάληψη οι Πρυτάνεις όλων των Πανεπιστημίων τής χώρας, προεξάρχοντος τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα μπορούσε ακόμη να έχει τεκμηριώσει τα γραφόμενά του με έγκυρα στοιχεία και με πραγματικούς αριθμούς, που ευχαρίστως θα είχαμε θέσει στη διάθεσή του, εάν μας είχε ζητηθεί.
Εφεξής θα αναφερθούμε στα σημεία που θίγει στο εν λόγω δημοσίευμά του ο κ. Βαρβιτσιώτης απ’ όπου θα φανεί ότι έχει παροδηγηθεί σε εσφαλμένους, ανακριβείς και άδικους ισχυρισμούς εις βάρος τού Πανεπιστημίου Αθηνών, και μάλιστα λίγες μόλις μέρες πριν από τις Πρυτανικές εκλογές.
Εν πρώτοις, δεν μπορεί να διαφεύγει την προσοχή ενός Υπουργού με τη γνώση και την πείρα τού κ. Βαρβιτσιώτη ότι η διαχείριση των Κληροδοτημάτων όλων των AEI τής χώρας, συνεπώς και αυτών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, διέπεται υποχρεωτικώς από τις διατάξεις τού A.N. 2039/1939 και όλες οι πράξεις των Πανεπιστημίων σε σχέση με αυτά υπόκεινται σε λεπτομερή έλεγχο και έγκριση τής αρμόδιας υπηρεσίας τού Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων τού Υπουργείου Οικονομικών, τού οποίου προεδρεύει Ανώτατος Δικαστικός (παλαιότερα Αρεοπαγίτης, τώρα Αντιπρόεδρος τού Νομικού Συμβουλίου τού Κράτους) και στο οποίο μετέχει και Νομικός Σύμβουλος τού Νομικού Συμβουλίου τού Κράτους. Τίποτε, λοιπόν, δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον έλεγχο και την έγκριση τού Υπουργείου. Τα πάντα δε, προκειμένου περί Κληροδοτημάτων, υπόκεινται στις δεσμεύσεις τού διαθέτη. Ειδικότερα το Πανεπιστήμιο Αθηνών και παλαιότερα και σήμερα, και στην περίπτωση τής Εταιρείας Διαχειρίσεως και Αξιοποιήσεως τής Περιουσίας του (Π.Δ. 29/93), τηρεί απαρέγκλιτα τη νομιμότητα και εφαρμόζει σχολαστικά τις αρχές διαφάνειας, ακολουθώντας κατά γράμμα την ισχύουσα νομοθεσία, τόσο για τα Κληροδοτήματα όσο και για τη διαχείριση τής Ιδίας Περιουσίας. Γι’ αυτό και το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν έχει ποτέ αποδεδειγμένα κατηγορηθεί ούτε έχει ποτέ καταδικασθεί για πράξεις ή παραλείψεις νομικής ή ηθικής φύσεως, διατηρεί δε από τής ιδρύσεώς του ένα όνομα σεβαστό και αξιόπιστο στην ελληνική κοινωνία.
Καταρχάς θα πρέπει να απομυθοποιηθεί μία αντίληψη που έχει από καιρό καλλιεργηθεί, ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών διαθέτει «αμύθητη περιουσία», γιατί είναι μεν ανυπολόγιστης αξίας τα ιστορικά κτήρια στα οποία εδρεύει το κεντρικό Πανεπιστήμιο αλλά η αξιοποιήσιμη ακίνητη περιουσία του σε Κληροδοτήματα (που είναι το κύριο μέρος τής περιουσίας τού Πανεπιστημίου) είναι πολύ μικρότερης αξίας. Κι αυτό γιατί πρόκειται κυρίως για διατηρητέα κτήρια, καθώς και για μεγάλο αριθμό μικρών, πεπαλαιωμένων και διάσπαρτων, εκτός τού κέντρου τής πόλεως, διαμερισμάτων καθώς και ελαχίστων οικοπέδων. Τα «φιλέτα», επομένως, τού δημοσιεύματος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χαμηλής αξίας «παϊδάκια».
Ας ξεκινήσουμε με μερικές εμφανείς ανακρίβειες τού δημοσιεύματος:
1) Αναφέρεται ότι το «Μέγαρο τού Χημείου» στην οδό Σόλωνος έχει «αφεθεί στην τύχη του» και ότι το Πανεπιστήμιο «ακόμη σκέπτεται πώς θα το αξιοποιήσει!!!». Αν είχε επικοινωνήσει μαζί μας ο κ. Βαρβιτσιώτης ή αν είχε διαβάσει την εφημερίδα τού Πανεπιστημίου Αθηνών «Το Καποδιστριακό» που αποστέλλουμε σε όλους τους βουλευτές, θα είχε πληροφορηθεί ότι η Πρυτανεία τού Πανεπιστημίου όχι μόνον δεν έχει εγκαταλείψει το κτήριο αλλά με εργώδεις προσπάθειες κατάφερε να εξασφαλίσει κονδύλια ύψους 3,2 δισ. δραχμών από την Περιφέρεια, έχει εκπονήσει λεπτομερείς μελέτες και έχει ήδη διεξαγάγει δημόσιο διεθνή μειοδοτικό διαγωνισμό για την αποκατάσταση και ριζική ανακαίνιση τού ιστορικού αυτού κτηρίου τού Τσίλλερ, στο οποίο θα εγκατασταθούν χώρος Μουσειακών εκθέσεων τής Ιστορίας των Θετικών Επιστημών (με διατήρηση τού μεγάλου Αμφιθεάτρου και παλαιών επιστημονικών οργάνων) και Μεγάλη Βιβλιοθήκη των Κοινωνικών Επιστημών. Ας σημειωθεί επίσης ότι το έργο αυτό απήτησε χρονοβόρες και επίπονες διαδικασίες λόγω των απαραίτητων συνεννοήσεων και εγκρίσεων από το ΥΠΠΟ.
2) Για το Κληροδότημα Μεταξάτου (ακίνητο επί των οδών Δροσοπούλου και Λέλας Καραγιάννη) αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι «έχει καταληφθεί εδώ και δέκα περίπου χρόνια από διάφορα υπόπτου προελεύσεως άτομα και οι καταληψίες ανενόχλητα το χρησιμοποιούν και μάλιστα πληρώνουν φως, νερό και τηλέφωνο», για να καταλήξει ότι «το Πανεπιστήμιο δεν έχει προβεί εναντίον τους σε καμία ενέργεια αποβολής τους». H αλήθεια είναι ότι επανειλημμένως κατά το παρελθόν οι Πρυτανικές Αρχές προσπάθησαν με νομικές διαδικασίες (αιτήσεις προς το Εφετείο Αθηνών κατά τα έτη 1978 και 1998) να τροποποιήσουν τον σκοπό τής διαθέτιδος που θα διευκόλυνε την αξιοποίηση τού ακινήτου. Οι προσπάθειες αυτές δεν τελεσφόρησαν όπως θα επιθυμούσε το Πανεπιστήμιο, νεώτερες δε δυναμικές προσπάθειες τής παρούσας Πρυτανείας (διακοπή υδρεύσεως κ.λπ.) οδήγησαν σε διαμαρτυρίες και καταλήψεις χώρων τού κεντρικού Πανεπιστημίου. Ηδη η Πρυτανεία τού Πανεπιστημίου Αθηνών έχει ζητήσει με έγγραφό της προς τις Πρυτανείες τού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και τής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, που είναι συνιδιοκτήτες, να αναλάβουν από κοινού νέες προσπάθειες αντιμετώπισης τού προβλήματος, το οποίο, όπως ήδη επισημάνθηκε, αφορά κατά το 1/3 και μόνον το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Πανεπιστήμιο «… δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια…» για την αντιμετώπιση τού θέματος!
3) Αλλο «παράδειγμα αδιαφορίας» (κατά το δημοσίευμα πάντοτε), το οποίο στην πραγματικότητα οφείλεται σε έλλειψη ενημέρωσης τού συντάκτη τού δημοσιεύματος, είναι το Γρυπάρειο Μέγαρο, στην οδό Σοφοκλέους και Αριστείδου, για το οποίο αναφέρεται στο άρθρο ότι «τα Διοικητικά Δικαστήρια έχουν εγκαταλείψει το κτήριο αυτό» και ότι «το κτήριο παραμένει αναξιοποίητο». Ερωτάται μάλιστα το Πανεπιστήμιο αν δεν χρειάζεται το κτήριο αυτό για τις ανάγκες του, με την παρατήρηση ότι «νοικιάζει κτήρια πληρώνοντας υψηλότατα ενοίκια». Διερωτώμεθα με τη σειρά μας: Ο κ. Βαρβιτσιώτης, μιλώντας για ένα τόσο σοβαρό θέμα, δεν θα έπρεπε να έχει φροντίσει να πληροφορηθεί επίσημα από την Πρυτανεία ότι το κτήριο αυτό έχει δοθεί μαζί με άλλα διατηρητέα κτήρια (για τα οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω) προς αξιοποίηση και ότι τα Δικαστήρια δεν «εγκατέλειψαν το κτήριο» αλλά υποχρεώθηκαν να το παραδώσουν ύστερα από πιέσεις και διαπραγματεύσεις που έγιναν με τις Πρυτανικές Αρχές; Και είναι δυνατόν να μην έχει πληροφορηθεί ότι η παρούσα Πρυτανεία, αμέσως μετά από την ανάληψη των ευθυνών τής Διοικήσεως, προσπάθησε και κατάφερε να επαναδιαπραγματευθεί το θέμα τού Γρυπαρείου και να εξασφαλίσει πρόσφατα τους έξι (6) ορόφους τού κτηρίου για να ικανοποιήσει τις άμεσες στεγαστικές ανάγκες δύο Τμημάτων του, τού Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και τού Τμήματος E.M.M.E. (Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης), αποφεύγοντας έτσι τη στέγαση σε μισθωμένα κτήρια; Χωρίς ακριβή γνώση των πραγματικών δεδομένων είναι δυνατόν να ασκηθεί υπεύθυνη και εποικοδομητική κριτική τής διαχείρισης τής περιουσίας τού Πανεπιστημίου;
4) Ως προς το σύνολο μηνιαίων εσόδων τού Πανεπιστημίου από μισθώματα, κατά τις ανακριβείς και πάλι πληροφορίες τού κ. Βαρβιτσιώτη, «δεν ξεπερνούσε τα 40.000.000 δρχ.», ήτοι τα 480.000.000 δρχ. ετησίως με τα στοιχεία τού 1997 που έλαβε υπόψη του ο κ. Βαρβιτσιώτης. H πραγματικότητα είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρμοδίων Υπηρεσιών, ότι τα ετήσια μισθώματα ανέρχονται κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο Υπουργός όχι σε 480.000.000 δρχ. αλλά σε 756.000.000 δρχ.!
Αλλά το κύριο θέμα δεν είναι αυτό. Ό,τι θα έπρεπε να κρίνει ο κ. Υπουργός και να εκτιμήσει, αν θέλει να ασκήσει ουσιαστική κριτική, είναι τι συνέβη έκτοτε μέχρι σήμερα. Τον ευχαριστούμε που μας δίνει την ευκαιρία να πούμε δημόσια ότι με σωστές, όπως κρίνονται εκ των αποτελεσμάτων τους, ενέργειες τής Εταιρείας τού Πανεπιστημίου μόνο από έξι (6) διατηρητέα ακίνητα Κληροδοτημάτων τού Πανεπιστημίου τα ετήσια έσοδα από μισθώματα από 61.356.553 δρχ. θα αυξηθούν σε 543.156.553 δρχ. συνολικά. Εδώ είναι που μιλούν πραγματικά οι αριθμοί εν αντιθέσει προς τα ανακριβή νούμερα των πληροφορητών τού κ. Βαρβιτσιώτη.
5) Ως προς την Κληροδοσία Π. Παυλοπούλου στα Τουρκοβούνια, για την οποία εμφανίζεται «το Πανεπιστήμιο […] να αδρανεί πλήρως», η αλήθεια, με δυο λόγια, είναι η εξής: Πρόκειται για ένα θέμα που πάει πίσω πενήντα χρόνια πριν. Στην πράξη, με αυθαίρετες παραχωρήσεις τού Ελληνικού Δημοσίου προς συνεταιρισμούς κ.ά. από τη μια και με τη γνωστή μέθοδο των (απροστάτευτων από την Πολιτεία) καταπατήσεων από την άλλη, αφαιρέθηκε από το Πανεπιστήμιο μέρος τής περιουσίας αυτής. Το Πανεπιστήμιο διεκδίκησε από πολλών ετών με σειρά δικαστικών ενεργειών τα δικαιώματά του επί των καταπατημένων στρεμμάτων, χωρίς να δικαιωθούν οι διεκδικήσεις του με παλαιότερες αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων. Το θέμα δεν θεωρείται ότι έχει κλείσει για το Πανεπιστήμιο, το οποίο επιμένει στις δικαστικές διεκδικήσεις.
Αξιοποίηση των διατηρητέων κτηρίων
H Εταιρεία Αξιοποιήσεως και Διαχειρίσεως τής Περιουσίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών, με συμμετοχή καθηγητών τού Οικονομικού Τμήματος τού Πανεπιστημίου μας, εκπόνησε ένα συνολικό πρόγραμμα αξιοποίησης τής ακίνητης περιουσίας του, αφού συμβουλεύθηκε και συνεργάστηκε με εξειδικευμένες εταιρείες τής αγοράς για τις οικονομικές δυνατότητες που υπήρχαν.
Ειδικά για τα διατηρητέα κτήρια οι επιλογές που διαφάνηκαν από τη συνεργασία με τις εταιρείες αυτές ήταν τρεις: 1) Αντιπαροχή για ανακατασκευή και επέκταση των κτηρίων, 2) Μακροχρόνια μίσθωση με ανακατασκευή ή ανέγερση νέων κτηρίων, 3) Δανεισμοί από τράπεζες ή το Πανεπιστήμιο.
Επειδή κρίθηκε συμφέρον να διατηρηθεί στο σύνολό της η ιδιοκτησία μέσα στο Πανεπιστήμιο και επειδή δεν υπήρχαν δυνατότητες δανεισμού από Τράπεζες ή από το Πανεπιστήμιο, προτιμήθηκε η μέθοδος τής μακροχρόνιας μίσθωσης (20 ετών), η οποία (προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός των δωρητών) συμπληρώθηκε με απαίτηση τού Πανεπιστημίου να εισπράττονται καθ’ όλη τη διάρκεια τής χρονομίσθωσης και ικανοποιητικά ποσά ως έσοδα τού Πανεπιστημίου. Επιπλέον εξασφαλίστηκε η ποιότητα τής κατασκευής για μια 50ετία, κατόπιν σχετικών προμελετών για όλα τα διατηρητέα κτήρια, που συντάχθηκαν με ευθύνη τής Εταιρείας και κατόπιν διαγωνισμού.
Ο πρώτος διαγωνισμός έγινε στις 6/4/98 και αφορούσε σε επτά (7) διατηρητέα κτήρια. Επειδή απέβη άγονος ο διαγωνισμός, υπήρξε επανάληψη αυτού την 9/11/1998. Τα αποτελέσματα τού δημόσιου διαγωνισμού έδωσαν στο Πανεπιστήμιο μαζί με την πλήρη ανακαίνιση και αποκατάσταση των χώρων του τα ακόλουθα μισθώματα τα οποία θα του καταβάλλονται μετά την αποπεράτωση των εργασιών ανακαίνισης:
1) Κτήριο Μητροπόλεως 67: Ετήσιο μίσθωμα: 45.600.000 δρχ. (τα έσοδα το 1997 ήταν 11.164.704 δρχ.!). (Πλειοδότης: Ράμπος-Γκόλας).
2) Κτήριο Σοφοκλέους 2: Ετήσιο μίσθωμα: 60.000.000 δρχ. (Τα έσοδα το 1997 ήταν 16.276.440 δρχ.!) Πλειοδότης ήταν η Ελληνική Τεχνοδομική, η δε αμέσως επόμενη προσφορά ανερχόταν στο ποσό των 30.840.000 δρχ. H καταβολή τού μισθώματος αρχίζει από τον Σεπτέμβριο τού 2003.
3) Κτήριο Πειραιώς 33: Ετήσιο μίσθωμα: 10.800.000 δρχ. Ας σημειωθεί ότι το κτήριο αυτό δεν απέφερε εισόδημα, αφού, λόγω τής κατάστασής του, δεν είχε μισθωθεί. Μόνος πλειοδότης ήταν η Ελληνική Τεχνοδομική. H καταβολή τού μισθώματος αρχίζει από τον Δεκέμβριο τού 2003.
4) Κτήριο Αιόλου 89 και Φιλοποίμενος: Ετήσιο μίσθωμα: 57.600.000 δρχ. (τα έσοδα τού 1997 ήταν 12.287.209 δρχ.!). Πλειοδότης ήταν η Ελληνική Τεχνοδομική, η δε αμέσως επόμενη προσφορά ανερχόταν στο ποσό των 45.000.000 δρχ.
5) Κτήριο 3ης Σεπτεμβρίου 42 και Πολυτεχνείου: Ετήσιο μίσθωμα: 28.800.000 δρχ. Ας σημειωθεί ότι το κτήριο αυτό δεν απέφερε εισόδημα, αφού είχε καταληφθεί από αγνώστους. H καταβολή τού μισθώματος αρχίζει τον Σεπτέμβριο τού 2003.
Στα διατηρητέα, για τα οποία υπήρξε διαγωνισμός, συμπεριλαμβανόταν και το κτήριο τής οδού Σοφοκλέους 1 (Γρυπάρειο Μέγαρο), που ανήκει στην Ιδία Περιουσία τού Πανεπιστημίου. Πλειοδότης και γι’ αυτό υπήρξε η Ελληνική Τεχνοδομική με ετήσιο μίσθωμα 216.000.000 δρχ. (επόμενες προσφορές 159.600.000 δρχ. και 132.000.000). Οπως αναφέραμε ήδη, για το κτήριο αυτό έγινε επαναδιαπραγμάτευση με την Ελληνική Τεχνοδομική προκειμένου να επιστραφούν οι 6 όροφοι στο Πανεπιστήμιο για να στεγαστούν δύο Τμήματα του Πανεπιστημίου σ’ αυτό (Τμήμα Οικονομικών Επιστημών και Τμήμα EMME).
Για το κτήριο Πανεπιστημίου και Σανταρόζα πλειοδότης υπήρξε η Ελληνική Τεχνοδομική με 204.000.000 δρχ. ετήσιο μίσθωμα, έναντι των αμέσως επόμενων προσφορών 169.440.000 δρχ. και 90.000.000 δρχ. Με απόφαση τού Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων κρίθηκε σκόπιμη η επανάληψη τής διαδικασίας. H επανάληψη πραγματοποιήθηκε με νέους όρους την 30-7-02 χωρίς να εκδηλώσει ενδιαφέρον κανένας και επανελήφθη την 20-9-02. Κατακυρώθηκε στον μοναδικό προσφέροντα πλειοδότη, που ήταν η εταιρεία «Αναστηλωτική», με ετήσιο μίσθωμα 279.00.000 δρχ.
Ας σημειωθεί εδώ ότι ο ισχυρισμός ότι για το κτήριο επί των οδών 3ης Σεπτεμβρίου 42 και Πολυτεχνείου δεν έγινε διαγωνισμός αλλά απευθείας ανάθεση, δεν ευσταθεί από τα πραγματικά γεγονότα που είναι τα εξής: Πραγματοποιήθηκε αρχικά δημόσιος διαγωνισμός που απέβη άγονος και επανελήφθη εν συνεχεία ο διαγωνισμός με μόνο προσφέροντα την Ελληνική Τεχνοδομική, στην οποία κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός. Επίσης ο ισχυρισμός στο δημοσίευμα ότι «καχυποψία δημιουργεί το γεγονός ότι μειοδότης και στις πέντε λοιπές περιπτώσεις είναι ο ίδιος Ομιλος, η Ελληνική Τεχνοδομική», καταρρίπτεται από τα πραγματικά συγκριτικά στοιχεία που παραθέσαμε ανωτέρω.
Μιλώντας για τα διατηρητέα κτήρια τού Πανεπιστημίου, για να μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα τής κατάστασης και των δυσχερειών που εμφανίζει η αξιοποίησή τους πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής. Με εξαίρεση το Γρυπάρειο, αποτελούν όλα Κληροδοτήματα, προορισμένα να εξυπηρετούν τη βούληση τού διαθέτη και να καλύπτουν ειδικούς σκοπούς που τέθηκαν απ’ αυτόν (υποτροφίες, βραβεία κ.λπ.). Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να αξιοποιηθούν με αυτοχρηματοδότηση και λόγω των πολύ περιορισμένων εσόδων τους και τής όλης καταστάσεώς τους και κυρίως λόγω του ότι θα έπρεπε να διακοπεί για μεγάλο χρονικό διάστημα η εκπλήρωση τού σκοπού τού διαθέτη, πράγμα το οποίο είναι παράνομο και ηθικά ανεπίτρεπτο. Τέλος, είναι έξω από τις δυνατότητες τού προϋπολογισμού τού Πανεπιστημίου να χρηματοδοτήσει εξ ιδίων πόρων τη ριζική ανακατασκευή των διατηρητέων, αυτήν που χρειάζονται λόγω τής παλαιότητάς τους.
Δεν νομίζουμε ότι ο κ. Υπουργός θα επιθυμούσε πράγματι, αγνοώντας τη βούληση των διαθετών, να μοιράζουμε χρήματα των Κληροδοτημάτων σε ερευνητικά προγράμματα και άλλες επιστημονικές δραστηριότητες. Επιπλέον είμαστε στην ευχάριστη θέση να πληροφορήσουμε την κοινή γνώμη επ’ ευκαιρία ότι με τα χρήματα των Κληροδοτημάτων το Πανεπιστήμιο Αθηνών χορηγεί υποτροφίες για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές σε φοιτητές, καθώς και βραβεία που για το έτος 2002 έφθασαν περίπου το ποσό τού ενός δισεκατομμυρίου δρχ. Επίσης, ας αναγγείλουμε επ’ ευκαιρία το εξής: Με πρωτοβουλία των Πρυτανικών Αρχών ετοιμάστηκε και κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες ένας ογκώδης τόμος με τίτλο «Ευεργέτες και Δωρητές τού Πανεπιστημίου Αθηνών» (1ος τόμος), στον οποίο παρουσιάζονται με βιογραφικά στοιχεία και πληροφορίες για τα προσφερθέντα στο Πανεπιστήμιο 281 ευεργέτες και δωρητές τού Πανεπιστημίου τής περιόδου 1837-1944.
Και η σειρά των ανακριβών πληροφοριών και των ως εκ τούτου άστοχων ισχυρισμών και εκτιμήσεων συνεχίζονται στο δημοσίευμα με αναφορά στη δραστηριότητα τής Εταιρείας Αξιοποιήσεως και Διαχειρίσεως τής περιουσίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανακριβές ότι «η εταιρεία δεν υποβάλλει ισολογισμούς»! Ανακριβές ότι «το προσωπικό αυξήθηκε με αποτέλεσμα οι σχετικές δαπάνες να εκτιναχθούν»! Ανακριβές ότι η Πρυτανεία «προσπαθεί να απονευρώσει τη διοίκηση τής Εταιρείας». Κατόπιν αυτών, είναι βεβαίως άνευ αντικειμένου και η παραίνεση: «η διένεξη αυτή δεν πρέπει να συνεχισθεί». H αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία διένεξη, απλώς η παρούσα Πρυτανεία, προς όφελος τής λειτουργίας τής Εταιρείας, κινητοποίησε τη διοίκηση τού Πανεπιστημίου για στενότερη συνεργασία και ενίσχυσε την Εταιρεία με δύο δικηγόρους, από το προσωπικό τού Δικαστικού Τμήματος τού Πανεπιστημίου.
Ας σημειωθεί τέλος ότι όλα τα Πανεπιστημιακά μέλη, που απετέλεσαν τα Δ.Σ. τής Εταιρείας από τής ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα, προσέφεραν και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αμισθί, για να βοηθήσουν το έργο τού Πανεπιστημίου.
Αλλα πανεπιστημιακά κτήρια
Μερικές ακόμη πληροφορίες διαφωτιστικές για άλλα σημεία τού δημοσιεύματος:
Το κτήριο Σταδίου και Παπαρρηγοπούλου (κτήριο Στρογγυλού) αποτελεί τμήμα τής ιδίας Περιουσίας και αξιοποιήθηκε με σχετική σύμβαση μεταξύ Πανεπιστημίου και Εταιρείας B. και A. Στρογγυλός A.E., σύμφωνα με την οποία το κόστος ανακαίνισης ύψους περίπου 150.000.000 δρχ. ανελήφθη από τη μισθώτρια εταιρεία, ενώ το ετήσιο μίσθωμα το έτος 1997 ανήλθε από 17.093.280 δρχ. σε 52.056.000 δρχ.
Το ακίνητο στην οδό Σταδίου 5 (το οποίο κατά ποσοστό 49,6% ανήκει στο Πανεπιστήμιο και κατά 50,4% σε τρίτους) χρησιμοποιείται για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών τού Πανεπιστημίου (ένας χώρος έχει παραχωρηθεί στην Οργάνωση «Γιατροί χωρίς Σύνορα» και οι υπόλοιποι χώροι έχουν μισθωθεί).
Τα ακίνητο στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και X. Λαδά (κληροδότημα Θ. και E. Αρεταίου) χρησιμοποιείται για τη στέγαση των οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών τού Πανεπιστημίου, με ανάλογο μίσθωμα που καταβάλλεται στο Κληροδότημα, τα δε καταστήματα είναι μισθωμένα σε τρίτους με μεγάλα μισθώματα.
Το ακίνητο που βρίσκεται επί των οδών Πατησίων – Σατωβριάνδου – Δώρου (Κληροδότημα Σοφίας Σαριπόλου), το οποίο σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στο Πανεπιστήμιο και σε ιδιώτη, είναι παλαιό και χρειάζεται αξιοποίηση για την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με τον συνιδιοκτήτη, με τον οποίο διεξάγονται διαπραγματεύσεις για τις δυνατότητες αξιοποίησης τού ακινήτου.
Το ακίνητο επί των οδών Αιόλου και Κολοκοτρώνη χρησιμοποιείται κατά μέγιστο μέρος για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών τού Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διοίκησης.
Συμπέρασμα:
Απ’ όσα αναλυτικά εκθέσαμε (όσο μας επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος) και με βάση τα στοιχεία των αρμοδίων Υπηρεσιών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι, νομίζουμε, φανερό ότι με το δημοσίευμα «για τα ανεκμετάλλευτα φιλέτα τής περιουσίας τού Πανεπιστημίου», από έλλειψη υπεύθυνης ενημέρωσης τού κ. Βαρβιτσιώτη, διαβάλλεται η Διοίκηση τού Πανεπιστημίου και γεννώνται στρεβλές εντυπώσεις, αντίθετες προς την επίμοχθη προσπάθεια που καταβάλλει το Πανεπιστήμιο για να διαφυλάξει και να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την περιουσία του. Είναι ευκαιρία να γίνει γνωστό δημόσια και φάνηκε από όσα γράφουμε εδώ ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Διοίκησή του δεν έχουν τίποτε να κρύψουν και τίποτε να φοβηθούν από κανέναν. Διαχειρίζονται με απόλυτη διαφάνεια και με αδιάβλητο τρόπο την περιουσία τού Πανεπιστημίου, υπαγόμενα στον έλεγχο τής Πανεπιστημιακής Συγκλήτου και των αρμοδίων οργάνων τής Πολιτείας, τα οποία θεσμικά νομιμοποιούνται να κρίνουν το έργο τους.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι μετά από την ενημέρωση που προηγήθηκε ο κ. Βαρβιτσιώτης, με την παρρησία που τον διακρίνει, θα αναγνωρίσει ότι με το δημοσίευμά του αδικείται, παρερμηνεύεται και υποτιμάται το έργο των διοικήσεων του Πανεπιστημίου αλλά και ολόκληρο το Πανεπιστήμιο, του οποίου και ο ίδιος έχει διατελέσει επίλεκτο μέλος.